βροντώδη άλατα

βροντώδη άλατα
Σειρά μεταλλικών αλάτων του βροντώδους οξέος (HON=C). Είναι γενικά εκρηκτικά σώματα (αποσυντίθενται απότομα με θέρμανση ή κρούση) και χρησιμοποιούνται ως εναύσματα σε ισχυρά εκρηκτικά. Από τα άλατα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο βροντώδης υδράργυρος (βλ. λ.) που παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό αλχημιστή Γιόχαν Κούγκελ (1630-1703).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κροτικός — ή, ό [κρότος] 1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο 2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» άλλη ονομασία τού βροντώδους οξέος, τού οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατα («κροτικός υδράργυρος» βροντώδης υδράργυρος) …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”